στραγαλάς

στραγαλάς
ο, Ν [στραγάλι]
άτομο που παρασκευάζει και πουλάει στραγάλια, στραγαλατζής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στραγαλατζής — ο, Ν στραγαλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγάλι + κατάλ. τζής (πρβλ. σουβλα τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”